Τι αλλάζει στα όρια συνταξιοδότησης - Τα σενάρια και οι εκτιμήσεις για ανατροπές μέχρι το 2050
Tα όρια ηλικίας για πλήρη ή μειωμένη σύνταξη αναμένεται να αυξηθούν, σε συνέχεια των ευρωπαϊκών τάσεων αλλά και των δημογραφικών πιέσεων.

Η ηλικία συνταξιοδότησης στην Ελλάδα μεταβάλλεται ξανά. Η χώρα βαδίζει προς μια νέα περίοδο, κατά την οποία τα όρια ηλικίας για πλήρη ή μειωμένη σύνταξη αναμένεται να αυξηθούν, σε συνέχεια των ευρωπαϊκών τάσεων αλλά και των δημογραφικών πιέσεων που ήδη απειλούν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Ήδη, η επανεξέταση των ορίων τοποθετείται στο τέλος του 2026, με συγκεκριμένα σενάρια προσαρμογής να βρίσκονται στο τραπέζι. Για να κατανοηθεί όμως το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα, χρειάζεται να δούμε τι προηγήθηκε και πού οδηγείται η χώρα τα επόμενα χρόνια.
Η αρχή των αλλαγών έγινε το 2010 με τον Νόμο 3863, που έθεσε τις βάσεις για την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος. Η ηλικία συνταξιοδότησης αυξήθηκε προοδευτικά και άρχισαν να καταργούνται ευνοϊκές πρόωρες συντάξεις, ιδίως στον δημόσιο τομέα. Τομή όμως συντελέστηκε το 2015 με την ψήφιση του Νόμου 4336, στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου. Εκεί καθιερώθηκε το γενικό όριο ηλικίας για πλήρη σύνταξη στα 67 έτη με 15 έτη ασφάλισης (ή 4.500 ημέρες), αλλά και η δυνατότητα πλήρους σύνταξης στα 62 έτη για όσους συμπληρώνουν 40 έτη ασφάλισης ή 12.000 ημέρες. Στο ίδιο πλαίσιο περιορίστηκε ριζικά και το καθεστώς της πρόωρης συνταξιοδότησης.
Η πιο βαθιά θεσμική τομή έγινε το 2016 με τον Νόμο 4387, γνωστό ως «νόμο Κατρούγκαλου». Αυτός καθιέρωσε για πρώτη φορά το ενιαίο σύστημα υπολογισμού των συντάξεων με δύο πυλώνες: την εθνική (ή βασική) σύνταξη και την ανταποδοτική. Η εθνική σύνταξη χρηματοδοτείται από τη φορολογία και είναι ίδια για όλους, ενώ η ανταποδοτική εξαρτάται από τις εισφορές και τα έτη ασφάλισης.
Ποια είναι όρια ηλικίας που ισχύουν σήμερα
Σήμερα, το 2025, τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση στην Ελλάδα έχουν διαμορφωθεί ως εξής: Πλήρης σύνταξη στα 67 έτη με 4.500 ημέρες ασφάλισης (15 έτη), ή στα 62 έτη εφόσον έχουν συμπληρωθεί 40 έτη ασφάλισης (12.000 ημέρες). Για μειωμένη σύνταξη απαιτούνται επίσης 62 έτη ηλικίας και 4.500 ημέρες ασφάλισης, αλλά με μειωμένο ποσό που φτάνει μέχρι και το 30%. Το ελληνικό σύστημα βρίσκεται έτσι στο υψηλότερο ηλικιακό επίπεδο της Ευρώπης, μαζί με την Ιταλία και τη Γαλλία, οι οποίες επίσης εφαρμόζουν όριο τα 67 έτη. Η Γερμανία, η Ισπανία και η Κύπρος κινούνται ακόμα σε χαμηλότερα ηλικιακά όρια, μεταξύ 65 και 66 ετών, αν και με σταδιακές αυξήσεις.
Η Ελλάδα, έχοντας ενεργοποιήσει από το 2021 τον μηχανισμό σύνδεσης των ηλικιακών ορίων με το προσδόκιμο ζωής, έχει δεσμευτεί για αναπροσαρμογή των ορίων κάθε τρία χρόνια. Το 2026 είναι η πρώτη κρίσιμη καμπή, με τις μελέτες να δείχνουν ότι πληθυσμιακά δεδομένα οδηγούν σε αναθεώρηση.
Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων άνω των 65 ετών - δηλαδή η αναλογία τους προς τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό - κινείται ταχύτατα προς το 60%, από 39% που ήταν πριν λίγα χρόνια. Παράλληλα, ο δείκτης γήρανσης, που αποτυπώνει τη σχέση ηλικιωμένων προς νέους εργάσιμης ηλικίας, δείχνει πως για κάθε 100 νέους αντιστοιχούν ήδη 170 άτομα άνω των 65.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ίσως ο δείκτης γονιμότητας: αν και αυξήθηκε ελαφρά από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα το 2018 σε 1,5 το 2022, απέχει σημαντικά από το 2,1 που απαιτείται για ανανέωση πληθυσμού. Το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων είναι πλέον μόνιμα αρνητικό και διπλασιάστηκε σε μόλις πέντε χρόνια, από -33.856 το 2018 σε -64.706 το 2022.
Το δημογραφικό βάρος «πιέζει» για νέες αναπροσαρμογές
Υπό αυτό το δημογραφικό βάρος οι νέες αναπροσαρμογές βρίσκονται καθ' οδόν. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που έχουν επεξεργαστεί οικονομικοί αναλυτές και ευρωπαϊκοί φορείς, μέχρι το 2030 φαίνεται ότι το γενικό όριο συνταξιοδότησης θα σκαρφαλώσει στα 68,5 έτη, ενώ η δυνατότητα πλήρους σύνταξης με 40 έτη ασφάλισης θα ανέβει στα 63,5.
Η προοπτική αυτή συνεχίζεται σταδιακά, με τις αντίστοιχες ηλικίες να φτάνουν το 2040 στα 69,5 και 64,5 έτη και το 2050 στα 70,5 και 65,5 αντίστοιχα. Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή στο κοινωνικό συμβόλαιο των επόμενων γενεών, όπου η σύνταξη θα μεταφέρεται όλο και πιο μακριά χρονικά.
Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα μπαίνει έτσι σε μια μακρά περίοδο μεταβατικότητας. Τα όρια ηλικίας παύουν να θεωρούνται σταθερά και αντιμετωπίζονται πλέον ως μεταβλητές ενός ευρύτερου πληθυσμιακού και οικονομικού μοντέλου. Με το προσδόκιμο ζωής να αγγίζει τα 84,2 έτη για τις γυναίκες και τα 78,8 για τους άνδρες, η επιμήκυνση του εργασιακού βίου δεν είναι πλέον ερώτημα, αλλά βεβαιότητα. Η σύνταξη στα 70 μοιάζει, πλέον, όχι με απειλή αλλά με τον νέο κανόνα.